εφημεριδογραφικός

εφημεριδογραφικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εφημεριδογραφία, ο δημοσιογραφικός.
επίρρ...
εφημεριδογραφικώς και -ά
με δημοσιογραφικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφημεριδογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Σπυρ. Ιω. Βαλέτα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”